pornographe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pornographe | pornographes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pornographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pornographe | pornographes |
pornographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό