pornographique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔʁ.nɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pornographique | pornographiques |
pornographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό