porozumienie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porozumienie | porozumienia |
γενική | porozumienia | porozumień |
δοτική | porozumieniu | porozumieniom |
αιτιατική | porozumienie | porozumienia |
οργανική | porozumieniem | porozumieniami |
τοπική | porozumieniu | porozumieniach |
κλητική | porozumienie | porozumienia |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
porozumienie (pl) ουδέτερο
- η συνεννόηση
- η συμφωνία