porozumienie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική porozumienie porozumienia
γενική porozumienia porozumień
δοτική porozumieniu porozumieniom
αιτιατική porozumienie porozumienia
οργανική porozumieniem porozumieniami
τοπική porozumieniu porozumieniach
κλητική porozumienie porozumienia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

porozumienie (pl) ουδέτερο

  1. η συνεννόηση
  2. η συμφωνία