portant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | portant | portants |
θηλυκό | portante | portantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
portant (fr)
- που φέρει κάτι
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | portant | portants |
θηλυκό | portante | portantes |
portant (fr)