porte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
porte | portes |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
porte (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
porte (it)