Μετάβαση στο περιεχόμενο

porte

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
porte portes

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

porte (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

porte (it)