porte-à-porte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-à-porte | porte-à-porte |
porte-à-porte (fr) αρσενικό άκλιτο
- από πόρτα σε πόρτα
- Faire du porte-à-porte. Πηγαίνω από πόρτα σε πόρτα.