porte-parole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-parole | porte-parole |
porte-parole (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- ο εκπρόσωπος, το φερέφωνο
- le porte-parole du gouvernement - ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
- το όργανο, το φερέφωνο