portrait
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
portrait (en)
- το πορτρέτο, η προσωπογραφία
- (μεταφορικά) το πορτρέτο, η απεικόνιση μιας κατάστασης μέσω του λόγου ή της εικόνας
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
portrait | portraits |
portrait (fr) αρσενικό
- το πορτρέτο, η προσωπογραφία
- (μεταφορικά) το πορτρέτο, η απεικόνιση μιας κατάστασης μέσω του λόγου ή της εικόνας