porządek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɔˈʒɔ̃ndɛk/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]porządek (pl) αρσενικό
- η τάξη (κατάσταση)
- η σειρά, η ταξινόμηση
- (αρχιτεκτονική) ο ρυθμός