poseur
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]poseur (en)
- o φιγουρατζής, αυτός που προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους άλλους
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poseur | poseurs |
θηλυκό | poseuse | poseuses |
poseur (fr)
- σνομπ, o φιγουρατζής
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poseur | poseurs |
θηλυκό | poseuse | poseuses |
poseur (fr)