posit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
- διατυπώνω, διατυπώνω θεωρία, προτείνω ως ισχύον, θεωρητικολογώ
- υποθέτω/φιλοσοφική υπόθεση εργασίας
- τοποθετώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- λήμμα, συγκεκριμένη υπόθεση που θα κριθεί αν όντως ισχύει (όμως κρίνεται ως η πιθανότερη σωστή υπόθεση)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Στην ψυχολογία, την φιλοσοφία και όχι μόνο, το να κρίνεις ένα posit (εξεταζόμενη υπόθεση που θεωρείται πιθανόν σωστή) δύναται να επηρεάσει το τελικό συμπέρασμα. Πχ φοβάμαι τον απόλυτο-κυριολεκτικό-εκμηδενιστικό θάνατο, την ανθρώπινη αδυναμία, οι γονείς και η κοινωνία μου δίδαξαν τον Θεό, θεωρώ ότι ο Θεός υπάρχει, και φιλοσοφώ για την αλήθειά του υπό αυτό το φορτίο.