posit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

  1. διατυπώνω, διατυπώνω θεωρία, προτείνω ως ισχύον, θεωρητικολογώ
  2. υποθέτω/φιλοσοφική υπόθεση εργασίας
  3. τοποθετώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  • λήμμα, συγκεκριμένη υπόθεση που θα κριθεί αν όντως ισχύει (όμως κρίνεται ως η πιθανότερη σωστή υπόθεση)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Στην ψυχολογία, την φιλοσοφία και όχι μόνο, το να κρίνεις ένα posit (εξεταζόμενη υπόθεση που θεωρείται πιθανόν σωστή) δύναται να επηρεάσει το τελικό συμπέρασμα. Πχ φοβάμαι τον απόλυτο-κυριολεκτικό-εκμηδενιστικό θάνατο, την ανθρώπινη αδυναμία, οι γονείς και η κοινωνία μου δίδαξαν τον Θεό, θεωρώ ότι ο Θεός υπάρχει, και φιλοσοφώ για την αλήθειά του υπό αυτό το φορτίο.