Μετάβαση στο περιεχόμενο

possess

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας possess
γ΄ ενικό ενεστώτα possesses
αόριστος possessed
παθητική μετοχή possessed
ενεργητική μετοχή possessing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pəˈzɛs/
 

possess (en)