possessoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
possessoire possessoires

Επίθετο

[επεξεργασία]

possessoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]