posterior

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

posterior < (άμεσο δάνειο) λατινική posterior

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός posterior
συγκριτικός more posterior
υπερθετικός most posterior

posterior (en)

  1. οπίσθιος, που βρίσκεται πίσω, πισινός, ο από πίσω
  2. κατοπινός, ύστερος, ο επόμενος προς τα πίσω
  3. μεταγενέστερος, νεότερος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
posterior posteriors

posterior (en)

Πηγές[επεξεργασία]