posterior
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- posterior < (άμεσο δάνειο) λατινική posterior
Επίθετο[επεξεργασία]
posterior (en)
- οπίσθιος, που βρίσκεται πίσω, πισινός, ο από πίσω
- κατοπινός, ύστερος, ο επόμενος προς τα πίσω
- μεταγενέστερος, νεότερος