posterior
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- posterior < (άμεσο δάνειο) λατινική posterior
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | posterior |
συγκριτικός | more posterior |
υπερθετικός | most posterior |
posterior (en)
- οπίσθιος, που βρίσκεται πίσω, πισινός, ο από πίσω
- κατοπινός, ύστερος, ο επόμενος προς τα πίσω
- μεταγενέστερος, νεότερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
posterior | posteriors |
posterior (en)
- ο πισινός
Πηγές[επεξεργασία]
- posterior (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- posterior (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 705. ISBN 9780194325684., λήμμα: πισινός