postulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˌpɒstjʊˈleɪʃən/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
postulation (en)
- ισχυρισμός, διατύπωση πάνω σε ανοιχτό ζήτημα, λεκτική ανάπτυξη θεωρίας, εκτίμηση πριν την οριστική απόδειξη