posture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
posture | postures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
posture (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η στάση, η θέση του σώματός μου όταν στέκομαι ή κάθομαι
- ↪ upright posture - όρθια στάση
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
posture (fr) θηλυκό
- η στάση