pot-au-feu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pot-au-feu (fr) αρσενικό άκλιτο

Επίθετο[επεξεργασία]

pot-au-feu (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (παρωχημένο) (οικείο) που του αρέσει να μένει στο σπίτι του, σπιτόγατος
     συνώνυμα: casanier, pantouflard, popote, sédentaire
     αντώνυμα: ambulant, bohème, nomade