pot de chambre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]pot de chambre (fr) αρσενικό
- το ουροδοχείο, το καθίκι, το καθοίκι, το γιογιό, το γκιογκιό
pot de chambre (fr) αρσενικό