potelé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | potelé | potelés |
θηλυκό | potelée | potelées |
Επίθετο[επεξεργασία]
potelé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | potelé | potelés |
θηλυκό | potelée | potelées |
potelé (fr)