potenco
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | potenco | potencoj |
αιτιατική | potencon | potencojn |
potenco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | potenco | potencoj |
αιτιατική | potencon | potencojn |
potenco (eo)