potiche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
potiche | potiches |
potiche (fr) θηλυκό
- βάζο πορσελάνης (από την Κίνα ή την Ιαπωνία)
- πρόσωπο εικονικό (ελάχιστης σημασίας)