potrzeba

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική potrzeba potrzeby
γενική potrzeby potrzeb
δοτική potrzebie potrzebom
αιτιατική potrzebę potrzeby
οργανική potrzebą potrzebami
τοπική potrzebie potrzebach
κλητική potrzebo potrzeby

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɔˈṭʃɛba/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

potrzeba (pl) θηλυκό

  1. η ανάγκη

Ρήμα[επεξεργασία]

potrzeba (pl) (απρόσωπο)

  1. πρέπει

Συγγενικά[επεξεργασία]