pottery
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pottery | potteries |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pottery < παλαιά γαλλική poterie
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pottery (en)
- (μη μετρήσιμο) το κεραμικό, το αγγείο, αντικείμενο κατασκευασμένο από ψημένο πηλό
This piece of pottery is very beautiful and has painted designs.
- Αυτό το κεραμικό είναι πολύ όμορφο και έχει ζωγραφισμένα σχέδια.
The potters of the area make traditional pottery.
- Οι κεραμίστες της περιοχής φτιάχνουν παραδοσιακά κεραμικά.
Archaeologists found pottery in the lowest level of the archaeological site.
- Οι αρχαιολόγοι βρήκαν αγγεία στο χαμηλότερο επίπεδο του αρχαιολογικού χώρου.
- ≈ συνώνυμα: ceramics
- (μη μετρήσιμο, τέχνη) η κεραμική, η αγγειοπλαστική
In his free time, he keeps himself busy with pottery.
- Στις ελεύθερες ώρες του ασχολείται με την κεραμική.
Pottery is an ancient art that requires great skill.
- Η αγγειοπλαστική είναι μια αρχαία τέχνη που απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία.
- το αγγειοπλαστείο
The pottery (workshop) in the village produces traditional ceramics.
- Το αγγειοπλαστείο του χωριού παράγει παραδοσιακά κεραμικά.