Μετάβαση στο περιεχόμενο

pottery

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pottery potteries

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pottery < παλαιά γαλλική poterie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɒtəɹi/ (ΗΒ)
 
ΔΦΑ : /ˈpɑtəɹi/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pottery (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το κεραμικό, το αγγείο, αντικείμενο κατασκευασμένο από ψημένο πηλό
    παράδειγμα  This piece of pottery is very beautiful and has painted designs.
    Αυτό το κεραμικό είναι πολύ όμορφο και έχει ζωγραφισμένα σχέδια.
    παράδειγμα  The potters of the area make traditional pottery.
    Οι κεραμίστες της περιοχής φτιάχνουν παραδοσιακά κεραμικά.
    παράδειγμα  Archaeologists found pottery in the lowest level of the archaeological site.
    Οι αρχαιολόγοι βρήκαν αγγεία στο χαμηλότερο επίπεδο του αρχαιολογικού χώρου.
     συνώνυμα: ceramics
  2. (μη μετρήσιμο, τέχνη) η κεραμική, η αγγειοπλαστική
    παράδειγμα  In his free time, he keeps himself busy with pottery.
    Στις ελεύθερες ώρες του ασχολείται με την κεραμική.
    παράδειγμα  Pottery is an ancient art that requires great skill.
    Η αγγειοπλαστική είναι μια αρχαία τέχνη που απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία.
  3. το αγγειοπλαστείο
    παράδειγμα  The pottery (workshop) in the village produces traditional ceramics.
    Το αγγειοπλαστείο του χωριού παράγει παραδοσιακά κεραμικά.