poulailler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

poulailler < poulaille < poule

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
poulailler poulaillers

poulailler (fr) αρσενικό

  1. το κοτέτσι, ο ορνιθώνας
  2. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου