Μετάβαση στο περιεχόμενο

pouliche

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pouliche pouliches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pouliche (fr) θηλυκό