pouls
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pouls | pouls |
pouls (fr) αρσενικό
- ο σφυγμός
- (κατ’ επέκταση) το μέρος όπου βρίσκουμε το σφυγμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pulsation