pouls

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
pouls pouls

pouls (fr) αρσενικό

  1. ο σφυγμός
  2. (κατ’ επέκταση) το μέρος όπου βρίσκουμε το σφυγμό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  pulsation