pound
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pound (en)
- σύντμηση του pound-force
- (μονάδα μέτρησης) λίβρα, μονάδα μέτρησης της μάζας με σύμβολο lb
- (ΗΠΑ) το αριθμητικό σύμβολο # (παρόμοιο το μουσικό σύμβολο: δίεση, sharp ♯)
- (νόμισμα) λίρα, το νόμισμα που χρησιμοποιείται στην Κύπρο, την Αίγυπτο, το Λίβανο και το Ηνωμένο Βασίλειο, με σύμβολο £.
- ≈ συνώνυμα: punt (παλαιότερη νομισματική μονάδα της Ιρλανδίας), pound sterling (λίρα ΗΒ), sterling (λίρα ΗΒ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
pound (σελίδα αποσαφήνισης) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pound (en)
- τόπος για την προσωρινή κράτηση αδέσποτων ζώων
- τόπος στον οποίον ρυμουλκείται αυτοκίνητο εξαιτίας παράνομης στάθμευσης κλπ.
- δυνατό χτύπημα
- δεξαμενή μιας διώρυγας
Ρήμα[επεξεργασία]
pound (en)
- (μεταβατικό) χτυπώ επανειλημμένως δυνατά κάποιον ή κάτι
- (μεταβατικό) κάνω κάτι κομμάτια, εκμηδενίζω, κονιορτοποιώ
- (μεταβατικό) (αργκό) πίνω ή τρώω κάτι με μεγάλη ταχύτητα
- ↪ You really pounded that beer!
[επεξεργασία]