poupe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
poupe | poupes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
poupe (fr) θηλυκό
- η πρύμνη
Δείτε επίσης : Poupe |
ενικός | πληθυντικός |
poupe | poupes |
poupe (fr) θηλυκό