poussin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
poussin poussins

poussin (fr) αρσενικό

  1. το κοτοπουλάκι
  2. (χαϊδευτικό) αγάπη
    Viens là, mon poussin ! - Έλα εδώ, αγάπη μου!