poussoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
poussoir | poussoirs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
poussoir (fr) αρσενικό
- αντικείμενο που χρησιμεύει στη μετάδοση μιας πίεσης ή ώθησης
- (ειδικότερα) το κουμπί
- (χειρουργική) εργαλείο που χρησιμεύει στην εξαγωγή από τον οισοφάγο ενός αντικειμένου