pouvoir d'achat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pouvoir d'achat: → δείτε τις λέξεις pourvoir, de και achat

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

pouvoir d'achat (fr) αρσενικό