powder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- powder < μέση αγγλική powder < παλαιά γαλλική poudre < λατινική pulvis, pulver- ("σκόνη")
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
powder (en)
- άκλιτο όσο αφορά τις ποσότητες
- κλιτό όσο αφορά τα είδη