prébendier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prébendier < prébende

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pʁe.pɑ̃.dje/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
prébendier prébendiers

prébendier (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) τιτλούχος μιας προσόδου
  2. (θρησκεία) κληρικός που υπηρετεί σε μια χορωδία κάτω από τους κανονικούς
  3. (λόγιο) αυτός που αποκομίζει μια πρόσοδο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]