prédicateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- prédicateur < λατινική praedicator
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁe.di.ka.tœʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prédicateur | prédicateurs |
θηλυκό | prédicatrice | prédicatrices |
prédicateur (fr) αρσενικό