préhistorien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- préhistorien < préhistoire
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préhistorien | préhistoriens |
θηλυκό | préhistorienne | préhistoriennes |
préhistorien (fr)
- ιστορικός εξειδικευμένος στην προϊστορία