préméditation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
préméditation | préméditations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]préméditation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
préméditation | préméditations |
préméditation (fr) θηλυκό