préoccupé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préoccupé | préoccupés |
θηλυκό | préoccupée | préoccupées |
Επίθετο[επεξεργασία]
préoccupé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préoccupé | préoccupés |
θηλυκό | préoccupée | préoccupées |
préoccupé (fr)