Μετάβαση στο περιεχόμενο

présence

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
présence présences

présence (fr) θηλυκό