prétexte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prétexte | prétextes |
prétexte (fr) αρσενικό
- η πρόφαση
- η δικαιολογία
- η αφορμή
- το πρόσχημα