prévôtal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prévôtal < prévôt

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prévôtal prévôtaux
θηλυκό prévôtale prévôtales

prévôtal (fr)

  1. σχετικός με κοσμήτορα
  2. (μεταφορικά) (για λόγια ή συμπεριφορά) που εκφράζεται με στόμφο

Συγγενικά[επεξεργασία]