prévôtal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- prévôtal < prévôt
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prévôtal | prévôtaux |
θηλυκό | prévôtale | prévôtales |
prévôtal (fr)
- σχετικός με κοσμήτορα
- (μεταφορικά) (για λόγια ή συμπεριφορά) που εκφράζεται με στόμφο