prévoyance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- prévoyance < prévoyant
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prévoyance | prévoyances |
prévoyance (fr) θηλυκό
- η οξυδέρκεια, η διορατικότητα, η πρόνοια, η προνοητικότητα