practicality
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
practicality | practicalities |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]practicality (en)
- πρακτικότητα
- το να έχει κανείς πρακτικό πνεύμα, πρακτική σκέψη