practicality
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
practicality | practicalities |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
practicality (en)
- πρακτικότητα
- το να έχει κανείς πρακτικό πνεύμα, πρακτική σκέψη