practically
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | practically |
συγκριτικός | more practically |
υπερθετικός | most practically |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]practically (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- practically - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 860. ISBN 9780194325684., λήμμα: σχεδόν