practising
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]practising (en)
- εξασκούμαι
- κάνω κάτι συχνά, σαν ρουτίνα
- ασκώ επάγγελμα
- οπαδός θρησκευτικού δόγματος που ασκεί/τηρεί τα ανάλογα καθήκοντα
practising (en)