praeses
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]praeses αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που κάθεται μπροστά από κάτι
- προστάτης
- φύλακας, φρουρός
- επικεφαλής
- αντιστράτηγος
- έπαρχος