pranzo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pranzo | pranzi |
pranzo (it)
- (γαστρονομία) μεσημεριανό γεύμα
- σε πρώτο ενικό πρόσωπο ο χώρος του γεύματος η τραπεζαρία