pranzo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pranzo < λατινική prandium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
pranzo pranzi

pranzo (it)

  1. (γαστρονομία) μεσημεριανό γεύμα
  2. σε πρώτο ενικό πρόσωπο ο χώρος του γεύματος η τραπεζαρία