pratiquant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pratiquant < pratiquer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pratiquant | pratiquants |
θηλυκό | pratiquante | pratiquantes |
pratiquant (fr)
Μετοχή
[επεξεργασία]pratiquant (fr)
- → δείτε τη λέξη pratiquer