pratiquer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

pratiquer (fr)

  1. εξασκώ, ασκώ, κάνω, επιδίδομαι
    il pratique l'alpinisme - επιδίδεται στον αλπινισμό

Συγγενικά[επεξεργασία]