pratiquer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]pratiquer (fr)
- εξασκώ, ασκώ, κάνω, επιδίδομαι
- il pratique l'alpinisme - επιδίδεται στον αλπινισμό
pratiquer (fr)