prea

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

prea (ro)

  1. πάρα
    lucrezi prea mult - δουλεύεις πάρα πολύ