precaução
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
precaução | precauções |
precaução (pt) θηλυκό
- το προφυλακτικό μέτρο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
precaução | precauções |
precaução (pt) θηλυκό